- ἠρυγγίς
- ἠρυγγ-ίς, ίδος, ἡ,A of or belonging to the
ἤρυγγος, ῥίζαι Nic.Al.564
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἤρυγγος, ῥίζαι Nic.Al.564
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηρυγγίς — ἠρυγγίς, ίδος, ή (Α) [ήρυγγος] αυτός που ανήκει στην ήρυγγο* («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.) … Dictionary of Greek
ἠρυγγίς — of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρυγγίδας — ἠρυγγίς of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… … Dictionary of Greek